Θ Υ Μ Η Σ Η

Λαφρά της μυγδαλιάς σειόταν οι κλάδοι,
ολόανθο κύμα, δώρο χαρισμένο
απ΄τους θεούς, και χιλιοχωρισμένο
λαμποκοπούσε το νερό σα λάδι.
Και το μικρούλι προσωπό σου-αχλάδι
στην ώρα του γλυκό και μυρισμένο,
και τ΄αχείλι σου ευώδαε, γυρισμένο
ροδόφυλλο, τα λόγια που εκελάδει.
Και στο τριζάτο πράσινο τριφύλλι,
των άσπρω αρνιών βυθούσε το πηλάλημα,
κι΄αλαργινό και γάργαρον εφίλει
τον ουρανό του φλώρου θείο το λάλημα,
και του ήλιου, σπώντας, η φλογάτη ρόδα,
στη χιονάτη κορφή, έβρεχε ρόδα.